• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: keyed up, key up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
keyed up,
keyed-up
adj
figurative, informal (tense, nervous)νευρικός επίθ
  (καθομιλουμένη)τσιτωμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
key [sb] up,
key up [sb]
vtr phrasal sep
(excite)κάνω κπ να ενθουσιαστεί έκφρ
  προκαλώ ενθουσιασμό σε κπ έκφρ
  (καθομιλουμένη)ξεσηκώνω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'keyed up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση keyed up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «keyed up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!